Sunday 24 February 2013

Monday 30 January 2012


του Ηλία Μαμαλάκη Σχόλια
Από μικρό παιδί αγαπούσα το καλό φαγητό και ενώ η μάνα μου με σπούδασε, με κανάκεψε για να γίνω μεγάλος και τρανός επιστήμονας, εγώ τα έφερα από δω, τα έφερα από κει με το φαγητό ασχολήθηκα. Σαν κριτικός γεύσης, σαν μάγειρας. Βέβαια μεταξύ μας το βρίσκω απολύτως λογικό μια και σε όλη μου τη ζωή υπήρξα λαίμαργος, βουλιμικός, ηδονιστής και έρμαιο του πάθους μου. Μόνο τα τελευταία χρόνια η παρέμβαση της βαριατρικής με ένα gastric by pass με έβαλε σε τάξη. Παρά ταύτα για φαγητό και για μάγειρα δεν είχα κλάψει ποτέ. Ήρθε η ώρα μου όμως και ακούστε την ιστορία.
Το Σαββατοκύριακο των Φώτων με φιλοξένησε στην Αλεξανδρούπολη ο φίλος μου ο Μανώλης μαζί με τη γυναίκα του τη Λίτσα. Μεγάλοι μερακλήδες και γνώστες της ευρύτερης περιοχής. Μου το είχε τάξει από πριν «θα φάμε στα Πομακοχώρια». Ξεκινήσαμε λοιπόν ανήμερα τα φώτα, φτάσαμε μέχρι την Ξάνθη, ανεβήκαμε μέχρι τον Εχίνο και από κει στρίψαμε αριστερά προς τις Θέρμες, μπήκαμε στη Βουλγαρία για ένα καφέ στο Ζλάτογκραντ και στο γυρισμό ξεκινήσαμε για την ταβέρνα του Τζεμίλ. Λίγο πριν το χωριό Κοττάνη. Ο δρόμος ήταν τραγικός. Μεγάλα κομμάτια του είχε παρασύρει η βροχή, λασπόνερα και δυνατότητα να περάσει μόνο τετρακίνητο αυτοκίνητο τύπου Τζίπ. Με παραξένεψαν όλα αυτά. Τι τρέλα κρύβει αυτός ο Τζεμίλ να πάει να φτιάξει την ταβέρνα του στην άκρη του κόσμου. Δεν είπα όμως τίποτα. Αφήστε που σκέφτηκα ότι θα πάμε σε μια καταρρέουσα παράγκα αμφιβόλου καθαριότητας. Δρόμο παίρναμε που λέτε, δρόμο αφήναμε.
Όταν φάνηκε από μακριά το χωριό Κοττάνη λίγο πριν είδαμε και την ταβέρνα. "Σαν το κάστρο της Ματζίκα Ντελ Σπέλ", είπε ο Μανώλης.
Πλησιάσαμε και παρκάραμε. Ψυχή πουθενά. Όμως η καθαριότητα, η τάξη και η ομορφιά της αυλής με εντυπωσίασαν. Το αντίθετο από αυτό που περίμενα. Από κάτω το ποτάμι να κάνει μαιανδρισμούς. Προχώρησα χαζεύοντας το πέτρινο κτίσμα μαζί με την παρέα μου και τελικά κτυπήσαμε την πόρτα και βγήκε ο Τζεμίλ. Ξανθός, ελαφρά γκριζαρισμένος με καταγάλανα μάτια. Αναγνώρισε τον Μανώλη που ήταν παλιοί φίλοι και αγκαλιαστήκανε αδελφικά. Καμιά θρησκεία δεν χώριζε τους δύο άντρες, κανένα πολιτικό συμφέρον.  Χαιρετηθήκαμε όλοι μαζί, ο Τζεμίλ ενθουσιάστηκε που με είδε και γνωριστήκαμε με την Μουτζέν και με τον γιό του τον Σερτάν. Όπως εύκολα θα καταλάβατε είναι μια οικογένεια Πομάκων.
Είναι όμορφη φυλή οι Πομάκοι ξανθοί γαλανομάτηδες με άσπρο δέρμα. Μιλάνε Πομάκικα και όχι τούρκικα ή μάλλον μιλάνε και τούρκικα. Η ανοησία και ο φανατισμός του ελληνικού κράτους για χρόνια τους είχε αποκομμένους από την ελληνική κοινωνία με την περίφημη μπάρα στην είσοδο της περιοχής. Δεν τους έδινε δίπλωμα αυτοκινήτου, δεν τους άφηνε να αγοράσουν αυτοκίνητο και όσο τους κυνηγούσε το ελληνικό κράτος, τόσο τους αγκάλιαζε το τούρκικο. Ευτυχώς μετά την μεταπολίτευση άλλαξαν τα πράγματα. Οι Πομάκοι διακινούνται ελεύθερα. Καμαρώνουν στις μέρες μας ότι είναι γνήσιοι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όλοι μιλάνε τέλεια ελληνικά.
Η κόρη του Τζεμίλ είναι αισθητικός και είναι παντρεμένη στο Λονδίνο, ο Σερτάν ψάχνει για δουλειά, για την ώρα βοηθάει τον πατέρα του. Μέσα στη βουή της γνωριμίας της παρέας μας και της οικογένειας του Τζεμίλ το μυαλό μου απομονώθηκε και άρχισε να σκέπτεται. Τι κουράγιο είχε αυτός ο άνθρωπος να φύγει από μια βολεμένη δουλειά στην Ξάνθη, μάγειρας ήταν, και να έρθει να ανοίξει στο τέρμα του κακοτράχαλου δρόμου λίγο πριν το χωριό Κοττάνη την ταβέρνα. Και μην νομίζετε ότι είναι κανένα χωριό με χιλιάδες κατοίκους. Τρεις οικογένειες συνταξιούχων ζουν εκεί. Το τόλμησε όμως ο Τζεμίλ και έκτισε μόνος του την ταβέρνα σε ένα χωράφι του πατέρα του, τη διακόσμησε και στην αρχή περίμενε τους πελάτες με το τουφέκι που λένε. Κι όμως τα κατάφερε.
Ξανθιώτες, Αλεξανδροπουλίτες, Βούλγαροι από την άλλη μεριά παίρνουν τα αυτοκίνητά τους για να φάνε μια μπουκιά από το φαγάκι της Μουτζέν και του Τζεμίλ. Τότε ήταν που βούρκωσα, για τον άνθρωπο και τη δύναμή του όχι για το φαγητό. Μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι, που ρίχνουν τα ζάρια και ακόμα και ντόρτια να βγουν αισθάνονται νικητές. Ο Τζεμίλ νίκησε. Δεν έχει πολύ πελατεία, μα τον φτάνουν αυτά που βγάζει. Ήταν στεναχωρημένος πολύ με το χαράτσι στο ηλεκτρικό ρεύμα, με την περαίωση της εφορίας, με τον πρόεδρο της τοπικής κοινότητας που δεν λέει να ρίξει ένα φορτηγό χαλίκι να στρώσει ο δρόμος.
Και θα μου πείτε τι έφαγες βρε παιδί μου και σε ενθουσίασε τόσο. Ακούστε να ξελιγωθείτε. Ζεστό κατσαμάκι δηλαδή πίτα με καλαμποκάλευρο, φέτα και κρεμμυδάκι, πατατόπιτα, τριών ειδών ψωμιά, σταρένιο, καλαμποκόψωμο και σιταρένιο με λάδι, τουρσιά σπιτικά όλων των ειδών, άγρια χόρτα μαζεμένα από το θείο με πιπεριές Φλωρίνης, μελιτζάνα ψητή με φέτα, αρνάκι με πατάτες, λαγουδάκι στιφάδο, γιαουρτλού κεμπάπ σερβιρισμένο με πατατοκεφτέδες, πιλάφι με σάλτσα από τας κεμπάπ, ποικιλία από ψητά, γλυκάδια, παϊδάκια, σουτζουκάκια, σις κεμπάπ, συκωτάκια. Ένα εκπληκτικό πρόβειο γιαούρτι σουρωτό φτιαγμένο από τους ίδιους, με γλυκά του κουταλιού και φυσικά ήπιαμε κρασάκι καλοδιαλεγμένο και καλοσυντηρημένο. Αισθάνθηκα ακριβώς το ίδιο σαν να έτρωγα στο εστιατόριο του Jean Georges Klein στη Γαλλία που και εκεί θέλεις μια διαδρομή για να φτάσεις, αλλά και μια μικρή περιουσία να πληρώσεις.
Στον Τζεμίλ θέλεις λίγα. Να ξέρετε ότι μπαίνοντας στην ταβέρνα του Τζεμίλ λίγες εκατοντάδες μέτρα από τα σύνορα κυματίζει διάπλατα η ελληνική σημαία και η σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Τζεμίλ είναι Πομάκος, είναι μουσουλμάνος και πιο Έλληνας από όλους μας και αν έχετε την περιέργεια ή την όρεξη να πάτε το τηλέφωνό του είναι  2544023520